πολυκαλλιέργεια

πολυκαλλιέργεια
η, Ν
(γεωργ·) γεωργικό σύστημα κατά το οποίο καλλιεργούνται περισσότερα από ένα είδη παραγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + καλλιέργεια (< καλλιεργώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Φινιστέρ — (Finistère). Νομός της Γαλλίας στη Δυτική Βρετάνη και συνορεύει Α με τους νομούς Κοτ ντι Nop και Μορμπιάν, Β με τη Μάγχη και Ν με τον Ατλαντικό (838.000 κάτ., 6.733 τ. χλμ.). Δυο χαμηλές οροσειρές, το Μοντ ντ’ Αρέ και Μοντάνι Νουάρ, περιβάλλουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”